-
1 сенной
сенной 1επ.χορτάρινος• του χόρτου•сенной запах μυρουδιά χόρτου.
|| για χόρτο•сенной сарай ο αχυρώνας•
сенной пресс χορτοπιεστική μηχανή.
сенной 2επ. κ. παλ. сенный του κατωφλίου, της εισόδου• του προθάλαμου.εκφρ.сеннойая девушка – παλ. υπηρέτρια, δούλα.